- ἀμφεκάλυψε
- ἀμφικαλύπτωenwrapaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφικαλύπτω — ἀμφικαλύπτω (Α) [καλύπτω] Ι. (με αιτ.) ἀμφικαλύπτω τι ἢτινά 1. περιτυλίσσω, περικαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω τελείως, συσκοτίζω «ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε» (Όμ. Γ 442), ο πόθος μού θόλωσε τον νού 3. (για κύμα) κατακαλύπτω, κατακλύζω ΙΙ. (με αιτ. και… … Dictionary of Greek
ἀμφεκάλυψ' — ἀμφεκάλυψα , ἀμφικαλύπτω enwrap aor ind act 1st sg ἀμφεκάλυψε , ἀμφικαλύπτω enwrap aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)